- ρυγχωτά
- τα, Νζωολ. βλ. ρυγχωτός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ημιπτεροειδή ή ρυγχωτά — Υπέρταξη υδροβίων και χερσοβίων εντόμων. Τα η. έχουν διάφορες μορφές, μερικές φορές περίεργες, όπως σε μερικά εξωτικά είδη. Οι διαστάσεις τους ποικίλλουν από 12 εκ. –όπως του βελόστομου του μεγάλου της Κεντρικής Αμερικής– μέχρι 1 χιλιοστό ή και… … Dictionary of Greek
ρυγχοφόρος — α, ο, Ν 1. αυτός που έχει ρύγχος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ρυγχοφόρα ζωολ. παλαιότερη ονομασία για τα ρυγχωτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρύγχος + φόρος*. Ο τ. με την επιστημονική του σημ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. rhynchophora, και μαρτυρείται από το … Dictionary of Greek
ρυγχωτός — ή, ό 1. αυτός που έχει ρύγχος, ο ρυγχοφόρος 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ρυγχωτά άλλη ονομασία τής τάξης εντόμων ημίπτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρύγχος + κατάλ. ωτός (πρβλ. τριχ ωτός). Η λ. με τις επιστημονικές της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ … Dictionary of Greek
ρυγχωτός — ή, ό 1. αυτός που έχει ρύγχος. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ρυγχωτά (ή ρυγχοφόρα), τάξη εντόμων που έχουν ρύγχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)